φιλόδακρυς

φιλόδακρυς
-υ, ΜΑ
αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης
μσν.
(για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ-δακρυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδάκρυος — ον, Μ φιλόδακρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού επιθ. φιλόδακρυς, κατά την θεματική κλίση] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοδάκρυτος — ον, ΜΑ φιλόδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυτός (< δακρύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”